Λελέγεια

Λέλεγες

Λελεγήϊος
Λέλεγες, ων (οἱ) les Lélèges, pple de Carie, Il. 10, 429 ; Hdt. 1, 171, etc. ||
E Dat. pl. épq. Λελέγεσσι, Il. 21, 86.