Λεπρέας

Λεπρεᾶται

Λέπρειον
Λεπρεᾶται, ῶν (οἱ) habitants de Lépréon, Thc. 5, 31 ; Xén. Hell. 3, 2, 25, etc. ||
E Ion. Λεπρεῆται, Hdt. 9, 28.
Étym. Λέπρεον.