λευκοθέα

Λευκοθέα

λευκοθρᾳκία ἄμπελος
Λευκο·θέα, ας () Leukothéa, divinité de la lumière du matin, Od. 5, 334 ; Pd. P. 11, 2 ||
E Épq. -θέη, Od. l. c.
Étym. λ. θεά.