Λεώς

Λεωσθένης

Λεώστρατος
Λεω·σθένης, ους, acc. -ην () Léôsthénès, démagogue athénien, Eschn. 2, 21 Baiter-Sauppe ; Plut. Pyrrh. 1, etc.
Étym. λεώς, σθένος ; cf. Σθενέλαος et Δημοσθένης.