Λίλαντος

Λιλυϐαιῗτις

Λιλύϐαιον
Λιλυϐαιῗτις, ΐτιδος () [ῐῠῑῐδ] le territoire de Lilybée, Pol. 1, 39, 12.
Étym. Λιλύϐαιον.