Λιλύϐαιον

Λιλυϐηΐς

λιμαγχέω-ῶ
Λιλυϐηΐς, ΐδος [ῐῠῐδ] adj. f. de Lilybée, A. Rh. 4, 919.
Étym. Λιλύϐαιον.