Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λιμνώδης
Λιμνώρεια
λιμοδοξέω-ῶ
Λιμνώρεια,
ας
(
ἡ
)
Limnôreia,
Néréide,
Il.
18, 41
.
Étym.
λίμνη, ὥρα
.