Λυκαίνιον

Λυκαινίς

λυκαινόμορφος
Λυκαινίς, ίδος () [ῠῐδ] Lykænis (propr. petite louve) f. Call. Ep. 54, 1 ; Anth. 5, 187.
Étym. λύκαινα.