Λύκαιον

Λύκαιος

Λυκάμϐης
Λύκαιος ou Λυκαῖος, α, ον, du Lycée, ép. de Zeus, Pd. O. 9, 103 ; 13, 104 ; Hdt. 4, 203 ; ou de Pan, Anth. 6, 188 ||
E Λυκαῖος, Call. Jov. 4.