Λυκάστη

Λυκάστιος

Λύκαστος
Λυκάστιος, α, ον [] de Lykastos :
1 en Crète, Anth. 7, 448, 449 ||
2 dans le Pont ; subst. αἱ Λυκάστιαι, A. Rh. 2, 999, les Amazones.
Étym. Λύκαστος.