Λυκομήδης

Λυκομηδίς

Λυκομίδαι
Λυκομηδίς, ίδος [] adj. f. de Lykomèdès : αἱ Λ. Bion 2, 8, 15, les filles de Lykomèdès.
Étym. Λυκομήδης.