λυκοφίλιος

Λυκοφόντης

λυκοφόρος
Λυκο·φόντης, ου () [] Lykophontès (propr. tueur de loups) :
1 Thébain, Il. 4, 395 ||
2 Troyen, Il. 8, 275.
Étym. λ. πεφνεῖν.