Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λυκόστομος
Λυκούργειος
Λυκουργία
Λυκούργειος,
ος, ον
[
ῠ
] de Lycurgue,
Plut.
Lyc. c. Num.
2 ;
Polyen
6, 6, 2
.
Étym.
Λυκοῦργος
.