Λυκουργία

Λυκουργίδες

Λυκοῦργος
Λυκουργίδες, ων (αἱ) [ῠῐ] s. e. ἡμέραι, jours consacrés à Lycurgue, fêtes de Lycurgue, Plut. Lyc. 31.
Étym. Λυκοῦργος.