λυρωνία

Λυσαγόρας

Λυσάνδρα
Λυσ·αγόρας, ion. Λυσ·αγόρης () [ῡᾰγ] Lysagoras, h. Hdt. 5, 30 ; 6, 133.
Étym. λύω, ἀγορά.