λυσανίας

Λυσανίας

Λυσανορίδας
Λυσ·ανίας, ου () Lysanias, h. Plat. Ap. 33e ||
E Ion. -ίης, Hdt. 6, 127 ; Call. Ep. 30, 5.
Étym. v. le préc.