λυσιγυῖα

Λυσιδίκη

Λυσιδωνίδης
Λυσι·δίκη, ης () [ῡῐῐ] Lysidikè, fille de Pélops, Plut. Thes. 7, etc. ||
E Dor. Λυσιδίκα, Anth. 7, 424, 474.
Étym. λύω, δίκη.