Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λυσίκοπος
Λυσικράτης
λυσιλαΐδες
Λυσι·κράτης,
ους
(
ὁ
)
[
ῡᾰ
] Lysikratès,
h.
Ar.
Av.
513,
Eccl.
630, 736, etc.
Étym.
λ. κράτος
.