Λύσιλλα

Λυσιμάχειος

λυσιμάχη
Λυσιμάχειος, ος, ον [ῡῐᾰ] de Lysimaque : βοτάνη, Gal. 13, 204, autre n. de la plante λυσιμάχιον (v. ce mot).
Étym. Λυσίμαχος.