Λυσίμαχος

Λυσιμέλεια

λυσιμελής
Λυσιμέλεια, ας () [ῡῐ] Lysiméleia, lac près de Syracuse, Thc. 7, 53 ; Thcr. Idyl. 16, 84.
Étym. λυσιμελής.