Λυσιππίδης

Λύσιππος

λύσις
Λύσ·ιππος, ου () [] Lysippos (Lysippe) :
1 sculpteur célèbre, Paus. 1, 43, 6, etc. ; Str. 278, etc. ||
2 autres, Xén. Hell. 3, 2, 29 ; Dém. 1083, 11, etc.
Étym. λύω, ἵππος ; cf. Ἱππόλυτος.