Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Λυσιστράτη
Λυσίστρατος
λυσισωματέω-ῶ
Λυσί·στρατος,
ου
(
ὁ
)
[
ῡᾰ
] Lysistratos,
h.
Hdt.
8, 96 ;
Thc.
4, 110 ;
Ar.
Ach.
855, etc.
Étym.
λύω, στρατός
.