Ληρισαῖος

Ληρόκριτος

λῆρος
Ληρό·κριτος, ου () Lèrokritos (Lèrocrite) parodie du nom de Démocrite (Δημόκριτος) Epic. (DL. 10, 4).
Étym. λῆρος, κρίνω.