Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λωτοτρόφος
Λωτοφαγία
λωτοφάγος
Λωτοφαγία,
ας
(
ἡ
)
[
φᾰ
] le pays des Lotophages,
Th.
H.P.
4, 3, 2
.
Étym.
Λωτοφάγος
.