Μαγνήσιος

Μάγνησσα

Μαγνήτης
Μάγνησσα, ης, adj. f. c. le préc. Thcr. Idyl. 22, 79 ; ἡ Μ. Orph. Lith. 302, aimant.
Étym. v. Μάγνης.