Μαιαδεύς

Μαιάνδριος

Μαίανδρος
Μαιάνδριος, α, ον, du Méandre, Sim. (Ath. 57d, 299c) ; Thc. 3, 19 ; DP. 837.
Étym. Μαίανδρος.
Μαιάνδριος, ου () Mæandrios, h. Hdt. 3, 123, etc. ; El. V.H. 12, 53 ; Luc. Char. 14, etc.
Étym. cf. le préc.