Μαλέα

Μαλέαι

Μαλεάτης
Μαλέαι (αἱ) c. le préc. au sens 1, Hdt. 1, 82, etc. ||
E Épq. Μαλεῖαι, Od. 3, 287 ; gén. épq. Μαλειάων, Od. 4, 514 ; mais Μαλειῶν, Od. 19, 187.