Μανδρόϐουλος

Μανδροκλέης-ῆς

Μανδροκλείδας
Μανδρο·κλέης-ῆς, έους () Mandroklès, architecte de Samos, Hdt. 4, 87, 88.
Étym. μάνδρα, κλέος ; cf. Κλεόμανδρος.