Μάραθος

Μαράθουσσα

μαραθρίτης οἶνος
Μαράθουσσα, ης () [ᾰᾰθ] Marathoussa, î. près de Clazomènes, Thc. 8, 31.
Étym. fém. de *μαραθόεις, rempli de fenouil, de μάραθον.