Μασαισύλιοι

Μασανάσσης

μασάομαι-ῶμαι
Μασανάσσης, ου () c. Μασσανάσσης, Plut. An seni resp. ger. sit 15 ||
E Dans une inscr. att. Μασαννάσης, CIA. 2, 968, 43 (168/163 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 12, 5.