Μάσπιοι

Μασσαγέτης

Μασσαγέτις
Μασσαγέτης, ου [σᾰ] adj. m. des Massagètes, Anth. 4, 4 ; οἱ Μασσαγέται, les Massagètes, pple de Scythie, Hdt. 1, 201, etc.