Μασσαλίηθεν

Μασσαλιήτης

Μασσαλιώτης
Μασσαλιήτης, ου [σᾱ] adj. m. originaire ou habitant de Massalia, Plut. Mar. 22 ; en parl. de choses (vin, etc.) Ath. 27c.
Étym. Μασσαλία.