ματιανὰ μῆλα

Ματιανός

μάτος
Ματιανός, ion. Ματιηνός, ή, όν, de la Matiène, en Médie, Hdt. 1, 189 ; ἡ Ματιηνὴ γῆ, Hdt. 5, 52, la Matiène ; οἱ Ματιηνοί, les habitants de la Matiène, Hdt. 1, 72, etc.