Μαῦρος

Μαυρούσιος

μαυρόω-ῶ
Μαυρούσιος, α, ον, de Maurétanie, El. N.A. 3, 1 ; 14, 61, etc. ; ἡ Μαυρουσία (s. e. γῆ) la Maurétanie, Plut. Sert. 7, etc.
Étym. Μαῦρος.