μεγαλόσπλαγχνος

Μεγαλοσσάκης

μεγαλόσταχυς
Μεγαλοσσάκης, εως, acc. εα () [ᾰᾰ] Mégalossakès, h. A. Rh. 1, 1045.
Étym. μέγας, σάκος.