μελάμπους

Μελάμπους

μελάμπυγος
Μελάμ·πους, -ποδος () Mélampous, célèbre médecin et devin, Od. 15, 225 ; Hdt. 2, 49 ; 9, 34 ||
E Gén. Μελάμποδος, Luc. Im. 20, etc.
Étym. v. le préc.