Μελανθίς

Μέλανθος

μελάνθριξ
Μέλ·ανθος, ου () Mélanthos :
1 fils de Nélée, roi d’Élide, Hdt. 1, 147 ; 5, 65 ; Thc. 8, 3, etc. ||
2 surn. de Poseidôn, Lyc. 767.
Étym. μ. ἄνθος.