μετανάστρια

Μετάνειρα

μετανέομαι
Μετ·άνειρα, ας () [ᾰν] Métaneira, f. Hh. Cer. 161, 206 ; Dém. 1351, 24 ||
E Gén. épq. Μετανείρης, Hh. l. c.
Étym. μ. ἀνήρ.