μιλτόω-ῶ

Μιλτώ

μιλτώδης
Μιλτώ, οῦς () Miltô, propr. « fardée de vermillon », ép. d’Aspasie, El. V.H. 12, 1 ; Plut. Per. 24.
Étym. μίλτος.