μιλτωρυχία

Μιλύαι

Μιλύας
Μιλύαι, ῶν (οἱ) les Milyes, pple Lycien primit. appelé Σόλυμοι, Hdt. 1, 173 ; 3, 90 ||
E Gén. ion. Μιλυέων, Hdt. 3, 90.