Μιλησιακός

Μιλήσιος

μιλησιουργής
Μιλήσιος, ος, ον [μῑ] de Milet, Hdt. 1, 19, etc. ; Plut. Alc. 23, etc. ; subst. ὁ Μ. Milésien, originaire ou habitant de Milet en Carie, Hdt. 1, 17, etc. ; Thc. 1, 115, etc. ; Xén. An. 1, 9, 9, etc. ; ἡ Μιλησία (s. e. γῆ ou χώρα) le territoire de Milet, Hdt. 1, 17, etc. ; Thc. 8, 24, etc.
Étym. Μίλητος.