μιμαίκυλον

Μιμαλλών

μίμαρκυς
Μιμαλλών ou Μιμαλών, όνος () [ῐᾱ] d’ord. au pl., n. macédon. des Bacchantes, Lyc. 1464 ; Str. 468 ; Plut. Alex. 1 ; Nonn. D. 1, 34, etc.