Μινῴα

Μινώϊος

Μινωΐς
Μινώϊος, α, ον [μῑ] de Minos, Hh. Ap. 396 ; A. Rh. 4, 1504 ||
E Par contract. Μινῴος, Hh. l. c.
Étym. Μίνως.