μνησίτοκος

Μνησίφιλος

μνῄσκομαι
Μνησί·φιλος, ου () [ῐῐ] Mnèsiphilos, h. Hdt. 8, 57 ; Dém. 235, 2 ; 238, 2.
Étym. μν. φίλος.