Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μοιροθεσία
Μοιροκλῆς
μοιρόκραντος
Μοιρο·κλῆς,
έους
(
ὁ
)
Mœroklès,
h.
Dém.
435, 6 ;
Arstt.
Rhet.
3, 10
.
Étym.
μοῖρα, κλέος
.