μούσειος

Μουσηγέτης

μουσήλιον
Μουσ·ηγέτης, ου () conducteur des Muses, surn. d’Apollon, Paus. 1, 2, 5 ; Plut. M. 745a ||
E Dor. Μουσαγέτας [ᾱᾱ] Pd. (Héph. p. 42) ; [ᾰᾱ] Orph. H. 33, 6.
Étym. μ. ἡγέομαι.