Μύρμηξ

Μυρμιδόνες

Μυρμιδών
Μυρμιδόνες, ων (οἱ) [] les Myrmidons, pple de la Phthiotide, Il. 1, 180, etc. ; Hés. Sc. 380, etc. ||
E Dat. pl. Μυρμιδόσι, épq. Μυρμιδόνεσσιν, Il. 1, 180, etc. ; Od. 11, 495, etc.