μήδιον

Μήδιος

Μηδίς
Μήδιος, α, ον, de Médie, médique, Xén. Cyr. 2, 1, 1, etc.
Étym. Μῆδος.
Μήδιος, ου () Mèdios, h. Arstt. H.A. 9, 31.