Μηκιονίκη

Μηκιστεύς

Μηκιστηϊάδης
Μηκιστεύς, έως () Mèkistée, h. Il. 2, 566 ; 23, 678 ; Hdt. 5, 67 ||
E Gén. épq. -έος, Il. 2, 566 ; 23, 678 ; acc. épq. -ῆ, Il. 15, 339.
Étym. μήκιστος.