μηριόνης

Μηριόνης

μηρίς
Μηριόνης, ου () Mèrionès, h. Il. 2, 651 ; Eur. I.A. 201 ||
E Voc. -η, Il. 13, 249 ; 16, 669, etc. ; gén. épq. -αο [] Il. 17, 610 ; 23, 877 ; ou -εω, Anth. 12, 97.